- ὀγδοηκοντατάλαντος
- ὀγδοηκοντατάλαντοςpossessed of eighty talentsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ογδοηκοντατάλαντος — ὀγδοηκοντατάλαντος, ον (Α) αυτός που έχει αξία ή βάρος ογδόντα ταλάντων («ἐν εἰρήνη μὲν ὀγδοηκοντατάλαντος ἡμῶν ὁ οἶκος ἐγένετο», Λυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγδοήκοντα + τάλαντον] … Dictionary of Greek